μελανόμαυρος

μελανόμαυρος
η , ο обл очень чёрный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μελανόμαυρος" в других словарях:

  • μελανόμαυρος — η, ο σκοτεινόμαυρος, με βαθύ μαύρο χρώμα, πολύ μελαχρινός, μελαψός …   Dictionary of Greek

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

  • μελανομαυροθώρετος — μελανομαυροθώρετος, η, ον (Μ) αυτός που έχει σκοτεινόμαυρη όψη, σκοτεινόμαυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελανόμαυρος + θωρῶ] …   Dictionary of Greek

  • μελανομαυροφόρετος — μελανομαυροφόρετος, η, ον (Μ) 1. αυτός που φορά μαύρα, μαυροφορεμένος 2. αυτός που έχει σκοτεινόμαυρη όψη, σκοτεινόμαυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελανόμαυρος + φορῶ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»